Η άσκηση του Ροτ

Η άσκηση του Ροτ

 

Η άσκηση του Ροτ Βασιλική Ηλιοπούλου

 

Ο Έκτορας Λαζαρίδης, μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και γιος ήρωα της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, έρχεται στην Αθήνα για να δημοσιεύσει την προσωπική μαρτυρία του πατέρα του, εκτελώντας την τελευταία του εντολή. Η αποστολή του σκοντάφτει σε αναπάντεχα εμπόδια που αδυνατεί να παρακάμψει, καθώς νιώθει μόνος και ξένος. Ο Έκτορας, παιδί της αμφιβολίας και της ενοχής, σαν άλλος ήρωας, των παραμυθιών αυτός, δίχως όμως τη βοήθεια μιας ευχής ή μιας μαγικής πανοπλίας, θα κονταροχτυπηθεί με θεούς και δαίμονες και θα λιώσει τα σιδερένια του παπούτσια περιφερόμενος στους ανήσυχους δρόμους της Αθήνας, που μοιάζει με τοπίο πριν από την καταιγίδα.
Μέσα σ’ όλα αυτά έχει να παλέψει και με μια αρχόμενη δυσλειτουργία της μνήμης. Η άσκηση που εφαρμόζει για να την αντιμετωπίσει έχει ως αποτέλεσμα μια ιδιάζουσα “αυτονόμηση” του μυαλού, που, σχεδόν ατιθάσευτο, του παίζει παράξενα παιχνίδια.

Διακρίσεις

  •  Υποψηφιότητα για τα Βραβεία μυθιστορήματος The Athens Prize for Literature του περιοδικού (δε)κατα 2013

Αποσπάσματα κριτικών

Ρούλα Γεωργακοπούλου (Τα Νέα): (…) Με αυτό το μυθιστόρημα η συγγραφέας πετυχαίνει αυτό που φαίνεται ακατόρθωτο. Να γραφτεί στα ελληνικά ένα μοναδικό σε ύφος και ουσία μυθιστόρημα χωρίς το άγχος της κατασκευής που κατατρύχει τη μεγάλη φόρμα α λα ελληνικά. Η άσκηση του Ροτ είναι, κατά τη γνώμη μου, η αυθεντικότερη και ευφυέστερη απόπειρα να συναντηθούν σε τόπο και χρόνο τα ιστορικά και τα προσωπικά τραύματα. Ο Εμφύλιος, η μετανάστευση, η Αθήνα και η επαρχία της κρίσης, η μνήμη που επιμένει και η μνήμη που οικειοθελώς υποχωρεί.

Δημοσθένης Κούρτοβικ (Τα Νέα): (…) Όπως συμβαίνει με κάθε σύνθετο μυθιστόρημα, οποιασδήποτε μορφής περιγραφή δεν είναι παρά ένα πλαίσιο στήριξης για τη συζήτησή του. Το πραγματικό ενδιαφέρον του, η γοητεία του, η ίδια η ουσία του διαφεύγουν από τέτοιες περιληπτικές εκθέσεις. Φωλιάζουν στις λεπτομέρειές του. (…) Μέσα σε αυτό το χαώδες τοπίο, τόσο το σταδιακά ανασυνθεμένο παρελθόν του Έκτορα όσο και η τωρινή συμπεριφορά του αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόβλημά του. Είναι ένας άνθρωπος βασανιστικά μετέωρος ανάμεσα σε δύο κόσμους (την Ελλάδα της νιότης του και την κοσμοπολιτική Γερμανία της ωριμότητάς του), δύο γενιές (τη φορτωμένη από Ιστορία γενιά του πατέρα και της μητέρας του και την ιστορικά άγραφη γενιά του χλιαρού, απολιτικού γιου του), δύο στάσεις ζωής (την ηρωική του πατέρα του, ταγμένη στο «εμείς» και την επανάσταση και την ατομική εξέγερση της κόρης του εκδότη, που διεκδικεί την ελευθερία χωρίς ιδεολογικούς προσδιορισμούς). Με έμμεσο, λογοτεχνικά πολύ πειστικό τρόπο η Ηλιοπούλου υποβάλλει την ιδέα ότι ο Έκτορας είναι μεταφορά για την ίδια τη σύγχρονη Ελλάδα. Και η ωραία ακροτελεύτια πρόταση του βιβλίου επιβεβαιώνει αυτό που έχουμε ήδη αντιληφθεί: η έκβαση αυτής της αγωνίας είναι άδηλη. Γιατί η θεωρία του δρος Ροτ έπασχε σε ένα κρίσιμο σημείο. Εκείνος πίστευε ότι η μνήμη ξεφορτώνεται ό,τι είναι άχρηστο για το παρόν. Αλλά το παρόν μιας ύπαρξης είναι η ιστορία της, και αυτό που στα μάτια του τεχνοκράτη φαίνεται άχρηστο μπορεί να είναι ουσιώδες για την ολοκλήρωσή της. (…) «Η άσκηση του Ροτ» είναι ένα από τα ωραιότερα και διεισδυτικότερα ελληνικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια.

Μαρία Γαβαλά (The Books’ Journal): (…) Το μυθιστόρημα της Ηλιοπούλου, μολονότι εκκινεί απ’ τις μεγάλες θεματικές που προαναφέρθηκαν, δεν είναι, ευτυχώς, ένα ακόμα λογοτέχνημα πάνω στον εμφύλιο. Είναι ένα βαθύτατα προσωπικό έργο πάνω στο σήμερα, γραμμένο με τη γνωστή πλέον λεπταισθησία και αισθαντικότητα της συγγραφέως. (…) Στο παρόν αφήγημα διακρίνουμε μια αξιοθαύμαστη, αβίαστη, ισορροπία ανάμεσα σε διαφορετικά μορφικά σχήματα: το πραγματικό, το φανταστικό, το ασύνειδο, το συμβολικό. Αναφέρω το κεφάλαιο με την «παραμυθένια» ιστορία του Βλαδίμηρου και της αρκούδας. Το κεφάλαιο τιτλοφορείται «Ο καιρός των αετών» και είναι ίσως το πλέον εντυπωσιακό (όσον αφορά την συγγραφική μαεστρία) ολόκληρου του βιβλίου. Μια πραγματικά αλλόκοτη ιστορία, μαγική, ποιητική, μια ονειρική καταβύθιση στον ποταμό που οδηγεί στις καταβολές της μνήμης. Κάτι ανάμεσα στους μύθους και στους θησαυρούς του κόσμου της παιδικής ηλικίας, και στις φαντασιώσεις ενός άντρα που ήδη έχει περάσει το κατώφλι της τρίτης ηλικίας. Η συγγραφέας μοιάζει να επικοινωνεί με κάποια αλλόκοτα, ευεργετικά όμως για την ίδια, πνεύματα. Πρόκειται για τη συναλλαγή, τη συνενοχή, τη συνωμοσία του καλλιτέχνη με τα στοιχεία του κόσμου του ονείρου, της βαθιάς επιθυμίας και της ποίησης. Και έχει την ικανότητα, αυτόν τον αλλόκοτο μυστικό κόσμο να τον μετατρέπει σε τοπίο αγαθών, εν τέλει, πνευμάτων, όπου υπάρχουν όμως σε αφθονία τα απαραίτητα ανοίγματα, τα οποία μας επιτρέπουν να περάσουμε και εμείς, με τη σειρά μας, σ’ αυτό το ευφραντικό λογοτεχνικό σύμπαν, όπου τίποτα δεν είναι περιττό, αντίθετα όλα διέπονται από μια θαυμάσια αφηγηματική και σημασιολογική οικονομία.

Χρίστος Κυθρεώτης (Εφημερίδα των Συντακτών): (….) Η αμφιθυμία του ήρωα απέναντι στο χειρόγραφο (που ενισχύεται και από μια αρχόμενη μνημονική δυσλειτουργία) αντιστοιχεί σε μια διπλή θεώρηση της μνήμης, που φαίνεται να αποτελεί το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος της Ηλιοπούλου. Από τη μία η μνήμη παρουσιάζεται ως κατηγορική προσταγή, ως ένα είδος επιτακτικής εντολής που επιβάλλει τη διατήρησή της, από την άλλη το παρελθόν προβάλλει ως άχθος, η αυταξία της μνήμης αμφισβητείται και αναδύεται το αίτημα να σχετίζεται αυτή κατά κάποιον τρόπο με το παρόν – να είναι επίκαιρη. Στο πλαίσιο αυτό τα μοτίβα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας φωτίζουν αποτελεσματικά τους σχετικούς προβληματισμούς. Από τη μία τοποθετώντας την πλοκή στην Αθήνα των «αγανακτισμένων» δίνει έμφαση στο ερώτημα για την επικαιρότητα της μνήμης και υπογραμμίζει τον αποπροσανατολισμό αλλά και το αίσθημα αποξένωσης του ήρωά της – από την άλλη παρεμβάλλοντας δευτερεύουσες ιστορίες (όπως αυτή με τα παιδιά των Γιουγκοσλάβων μεταναστών ή με τη «θεωρία των αντιγράφων») προσθέτει στην προβληματική της και τη διάσταση της συγκρότησης της ταυτότητας του ατόμου μέσω της μνήμης.

 

επόμενο βιβλίο