Η καρδιά του λαγού
Τι γίνεται όταν η Χαρά απάγεται από την αδελφή της, μια γάτα εισβάλλει στη ζωή του Νικηφόρου, ο Αλβανός κηπουρός διαθέτει ένα θαυματουργό πριόνι, μια ζητιάνα εκμεταλλεύεται την καλοσύνη της Φωτεινής, ο κυνηγός κλέβει τον ρόλο του λαγού, ο Βάιος ακολουθεί την Εύα σε κάθε της βήμα και μια νεαρή ρωσίδα μετανάστρια αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού;
Αποσπάσματα κριτικών
– Ρούλα Γεωργακοπούλου (Τα Νέα – Βιβλιοδρόμιο): (…) Με την άνεση της παιδείας της και της καλλιτεχνικής της ματιάς η Βασιλική Ηλιοπούλου αφήνει στο τραπέζι τη συλλογή «Η καρδιά του λαγού». Μια αρμαθιά διηγημάτων εξαιρετικής πνοής και προσωπικού στυλ με master piece το διήγημα με τον ομώνυμο τίτλο. Μην το στερηθείτε.
– Κώστας Γ. Παπαγεωργίου (Ελευθεροτυπία – Βιβλιοθήκη): Ξεκινώ από το πολλαπλό ερώτημα του οπισθόφυλλου: «Τι γίνεται όταν η Χαρά απάγεται από την αδελφή της, μια γάτα εισβάλλει στη ζωή του Νικηφόρου, ο Αλβανός κηπουρός διαθέτει ένα θαυματουργό πριόνι, μια ζητιάνα εκμεταλλεύεται την καλοσύνη της Φωτεινής, ο κυνηγός κλέβει το ρόλο του λαγού, ο Βάιος ακολουθεί την Εύα σε κάθε της βήμα και μια νεαρή Ρωσίδα μετανάστρια αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού;». Για να δώσω την απλούστατη απάντηση ότι δεν γίνεται τίποτε απολύτως ή, μάλλον τίποτε απολύτως δεν θα γινόταν αν όλ’ αυτά -γεγονότα και καταστάσεις- δεν προλάβαινε να τα απαθανατίσει, ακινητοποιώντας τα στην καρδιά ενός σιωπηλά και επίβουλα ρέοντος χρόνου, το βλέμμα και, σχεδόν ταυτόχρονα, η γραφή της αφηγήτριας. Όχι τόσο για να τα καθηλώσει κι έτσι, καθηλωμένα, να τα πλαισιώσει κειμενικά, όσο για τους προσδώσει μιαν άλλη διάσταση, περιβάλλοντάς τα με τον προστατευτικό και διάφανο υμένα ενός λόγου ιδιότυπα συγκινημένου και συγκινητικού, ασκημένου, θα τολμούσα να πω, στη σιωπή.
Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, διαβάζοντας κανείς τα επτά διηγήματα αυτού του βιβλίου, έχει την αίσθηση ότι όλα όσα συμβαίνουν, νοούνται, υπονοούνται, τεκταίνονται ή λέγονται, παρά το γεγονός ότι η αφήγησή τους διέπεται από τις αρχές ενός ιδιάζοντος, έστω, ρεαλισμού, δεν είναι τόσο αυτά που κινούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη όσο η αφήγησή τους η ίδια· ή, για να το πω αλλιώς, το αφηγηματικό-λεκτικό απείκασμά τους. Η στιλπνότητα των εικόνων, η εξαντλητικά λεπτομερής καταγραφή των πραγματικών -ακόμα και των νομιζόμενων- καταστάσεων, η κινηματογραφική κίνηση και ακινησία των σκηνών και των περιγραμμάτων, η διαύγεια των προθέσεων, των σκέψεων και των αισθημάτων των πρωταγωνιστών του κάθε διηγήματος, προσιδιάζουν σε μια ρεαλιστικών αποχρώσεων αφήγηση. Μόνο που αυτή η αφήγηση δείχνει συνειδητά εκτεθειμένη στις κάποτε εκμαυλιστικές ιδιότητες του ονείρου, με αποτέλεσμα συχνά η πραγματικότητα να αποκτά ονειρικές διαστάσεις και, όχι λίγες φορές, να δημιουργεί την εντύπωση ονείρου διαπερασμένου από τις ριπές μιας ασπρόμαυρης πραγματικότητας, ακόμα και να παρεισφρέουν χρωματικές ανταύγειες. Το κάθε διήγημα αναπτύσσεται γύρω από έναν εντελώς ξεχωριστό θεματικό πυρήνα· η τεχνική ανάπτυξης, ωστόσο, είναι σε όλες τις περιπτώσεις η ίδια. Τα νήματα της αφήγησης κινούνται με απόλυτη ψυχραιμία, με κυρίαρχο το στοιχείο μιας υπόκωφης, επίβουλης και υποσκαπτικής των όσων περιγράφονται σιωπής. Τα πρόσωπα, οι πράξεις και οι χειρονομίες τους, τα λιγοστά τους λόγια, οι «παρατεταμένες εκκρεμότητες», οι σκηνικοί διάκοσμοι, οι επιφανειακές και οι υποβόσκουσες καταστάσεις, όλα προσεγγίζονται μεγεθυντικά, με την πρόθεση να αποδοθούν με πάσα λεπτομέρεια, να φωτιστούν και οι παραμικρότερες συσπάσεις των προσώπων, οι απειροελάχιστες λυγμικές εκτροπές των φαινομενικά ήρεμων φωνών τους, οι στιγμιαίες, φευγαλέες, διακυμάνσεις των σκέψεων, των συναισθημάτων και των αισθημάτων τους· ώστε και οι πιο ασήμαντες, φαινομενικά δευτερεύουσες, πτυχές της εκάστοτε πραγματικότητας να αναδειχθούν όσο και οι σημαντικότερες.
Το βλέμμα της αφηγήτριας, με αταλάντευτη σταθερότητα, κινείται σε όλα τα μήκη και πλάτη της κάθε σκηνής, ερευνά την επιφάνεια και το βάθος όλων όσα θεωρούνται απαραίτητα για το ξετύλιγμα -ή και τύλιγμα- των ιστοριών της. Κινείται, αλλά δεν μετακινείται· σαν επί σταθεράς βάσεως στερεωμένο, δίκην κινηματογραφικού φακού, περιστρέφεται όσο χρειάζεται για τη διακριτική παρακολούθηση των αφηγηματικών δρωμένων· κι έτσι, αμετακίνητο, «φέρνει» κοντά του, σε απόσταση αναπνοής, τα πρόσωπα, τα πράγματα και τους τόπους. Και θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι μπορεί σ αυτό να οφείλεται το, ώς ένα σημείο παράδοξο, γεγονός ότι, ενώ τα πάντα παρακολουθούνται και καταγράφονται εκ του σύνεγγυς, η αφηγήτρια διατηρεί αναλλοίωτη την άκρα νηφαλιότητά της, ακόμα και όταν οι περιστάσεις θα επέτρεπαν ή, εν πάση περιπτώσει, θα δικαιολογούσαν μια κάποια συναισθηματική εμπλοκή της, μία φόρτιση ίσως συγκινησιακής υφής. Αξιοσημείωτη είναι, ακόμα, η αίσθηση που διακατέχει τον αναγνώστη των διηγημάτων της Βασιλικής Ηλιοπούλου ότι κάτι το σκοτεινό και ανά πάσα στιγμή ανατρεπτικό υφέρπει κάτω από τις φαινομενικά γαλήνιες, αδιατάρακτες, κατά βάθος όμως επισφαλείς, επιφάνειες των αφηγηματικών εκτάσεων· ότι ένα απροσδιόριστα επίφοβο ρίγος, μια ανεπίγνωστη δύναμη διαπερνά τα πρόσωπα των ιστοριών της, που ερήμην τους δρα και καθορίζει χειρονομίες, στάσεις ζωής και συμπεριφορές. Και ότι ο θάνατος, πραγματικός ή φαντασιωμένος, συντελεσμένος ή επικείμενος, αποτελεί τη μονιμότερη και τη σταθερότερη παρουσία σε όλα όσα συμβαίνουν, λέγονται ή αποσιωπούνται. Ώστε να μοιάζουν τα διηγήματα της Καρδιάς του λαγού με γοητευτικές και κατά βάθος ευφρόσυνες μπαλάντες του θανάτου.
– Αγγέλα Καστρινάκη (Τα Νέα – Βιβλιοδρόμιο): Είναι σκοτεινός ο κόσμος της Βασιλικής Ηλιοπούλου στα διηγήματά της, κακός και καταθλιπτικός, όμως αυτή η κινηματογραφίστρια πρώτα και συγγραφέας έπειτα, ξέρει να ανοίγει φωτεινές χαραμάδες με την εξαιρετική αφήγησή της και τη σύνθετη ματιά της που εντοπίζουν τη ζεστασιά εκεί που κρύβεται. (…) Με άλλα λόγια η Βασιλική Ηλιοπούλου είναι μάστορας στην ατμόσφαιρα. Τα τοπία της, άλλωστε, εσωτερικά και εξωτερικά, είναι άκρως υποβλητικά: ένα χιονισμένο δάσος, ένα υπόγειο πολυκατοικίας σαν αμπάρι πλοίου, ένα νεκροταφείο με καυτό απογευματινό ήλιο.
– Ελισάβετ Κοτζιά (Η Καθημερινή): Η ισχυρή αφηγηματική προσωπικότητα αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των διηγημάτων της Βασιλικής Ηλιοπούλου στη συλλογή «Η καρδιά του λαγού». Σύντομη φράση, εκφραστική σαφήνεια και ελεγχόμενος ρυθμός συνθέτουν ένα περιβάλλον με ανθρώπους και αντικείμενα των οποίων τα περιγράμματα είναι συγκινητικώς ευκρινή. (…) Όλα περιγράφονται με εξαιρετική σαφήνεια, ο πυρήνας όμως, ο λόγος, το κινούν αίτιο της εξιστόρησης παραμένει κρυμμένο, περιμένοντας να το ανακαλύψει ο κάθε αναγνώστης μόνος του και για δικό του λογαριασμό. Η υποβολή αποτελεί επομένως το άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των διηγημάτων της Β.Η. Μια διαρκής αίσθηση ότι κάτι σημαντικό συμβαίνει χωρίς να είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε τι. Πώς κατορθώνει η συγγραφέας να δημιουργήσει το δεύτερο αυτό αόρατο επίπεδο, το οποίο συνιστά την ίδια την ουσία κάθε τέχνης; Ενδεχομένως, μέσα από την αυστηρή εναρμόνιση ανάμεσα στο περιεχόμενο των κειμένων και τη μορφή. Έτσι, ο κόσμος των εντελώς καθαρών περιγραμμάτων τον οποίο φιλοτεχνεί η Ηλιοπούλου, μοιάζει ταυτόχρονα να κατοικείται από ανθρώπους εξίσου αθώους, από ανθρώπους με καθαρή ψυχή, οι οποίοι μπορούν να επικοινωνούν με το αόρατο, το μυστικό, το δεύτερο κρυμμένο επίπεδο. Με ποιον τρόπο οι ήρωες παραμένουν αθώοι; Παραμένουν αθώοι, διότι η δράση τους φαίνεται να επικοινωνεί αδιαμεσολάβητα και απολύτως απρόσκοπτα με την ψυχική τους ζωή, εξασφαλίζοντάς τους τη θεϊκή δωρεά της χαμένης ενότητας. Κανένα δίλημμα δεν τους διχάζει και κανένα ερώτημα δεν τους ταράσσει. Μοιάζει να ξέρουν τι κάνουν και γιατί, ακόμα και όταν οι περιστάσεις θα ακολουθήσουν στο τέλος διαφορετική από την αρχικώς διαφαινόμενη τροπή. Είναι σαν να νιώθουν μια ακαταμάχητη έλξη προς την κρυμμένη ουσία, σαν να κατέχονται από μια ανέκφραστη νοσταλγία προς το βαθύτερο κέντρο – νοσταλγία και έλξη οι οποίες τους προσδιορίζουν αποφασιστικά. Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα, παράλληλα προς την ονομαστική αξία της καθημερινότητας, όσα συμβαίνουν φαίνεται να αποτελούν τμήματα, φάσεις κάποιας παράξενης τελετουργίας που επροηγείτο κι επίσης θα συνεχιστεί και μετά το τέλος της αφήγησης.
– Γιώργος Βέης (Περιοδικό (δε)κατα): (…) Οι ήρωες έχουν πράγματι κάτι να πουν πέρα από τα όσα εν πάση περιπτώσει καταγράφονται, το τοπίο εμπεριέχει μιαν απειλή σκοτεινή αλλά συστηματικά άρρητη, οι δε κρίσεις αναβάλλονται, αλλά όταν εν τέλει συμβούν, είναι ιδιαζόντως έντονες. Το ένα υποκείμενο θέλει να εισχωρήσει θαρραλέα και οριστικά μέσα στο άλλο, να μάθει τα μυστικά του, να το κατοικήσει, κάποτε και να το εξοντώσει κιόλας. Πρόκειται για ολοκληρωμένες σπουδές μιας δήθεν ασήμαντης πλευράς της ζωής, η οποία θέλει να περάσει, ει δυνατόν, εντελώς απαρατήρητη. Οι συγκρουσιακές συνθήκες, ακριβώς επειδή διαρκώς και σκοπίμως υφέρπουν, προσδίδουν στα διηγήματα αυτά κάτι που θυμίζει αμυδρά τον Τσέχοφ. Οι ανατροπές είναι ριζικές και ανέκκλητες. Το εγώ, προς το τέλος του επιλόγου, αναδύεται τελείως διαφορετικό από εκείνο που πιστεύαμε ότι ήταν.