Σμιθ

Σμιθ

 

Σμιθ Βασιλική Ηλιοπούλου

 

Είναι “ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι του 1956”, στη μετεμφυλιακή Ελλάδα του χωροφύλακα και της εθνικοφροσύνης. Η τακτοποιημένη ζωή του Θωμά, νομοταγούς πλέον υπαλλήλου, αναστατώνεται όταν ξαφνικά εμφανίζεται, απαιτητικό, ένα πρόσωπο από το αποκηρυγμένο του παρελθόν. Τι θα κάνει τώρα που απειλούνται οι εύθραυστες ισορροπίες της οικογενειακής και κοινωνικής του ζωής; Γύρω του, ο κόσμος της γειτονιάς με τα προβλήματα και τη μιζέρια του. Κάθε σπίτι, πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα γερμένα παντζούρια, κρύβει τα δικά του μυστικά, ενώ στους δρόμους και τις αυλές κινείται ένας ατίθασος μικρόκοσμος: παιδιά με θράσος ζωής, σκληρά και τρυφερά, αντιμέτωπα με τα πάθη των μεγάλων, κάνουν όνειρα και νιώθουν το κάλεσμα ενός μεγάλου, μαγικού κόσμου που τα περιμένει. Σε ατμόσφαιρα προσμονής και έντασης, γαντζωμένοι από τη ζωή, με το σώμα τους να αποζητά με λαχτάρα το άλλο σώμα, οι ήρωες αγωνίζονται να συμβιβάσουν επιθυμίες, ελπίδες και καταναγκασμούς μέσα στα στενά περιθώρια ενός κόσμου ανελέητου. Ζωή και θάνατος, βία και τρυφερότητα, διάχυτος αισθησιασμός και παραλυτικός φόβος, αξεδιάλυτα δεμένα, θα δώσουν αναπάντεχη τροπή στην ιστορία. Ένα μυθιστόρημα που αναπλάθει με δύναμη την εποχή, με λιτά μέσα, συχνά με τρόπο ειρωνικό, μιλά για τα όρια και την ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων, για τη δύναμη της ερωτικής επιθυμίας, και αναδεικνύει τους συμβιβασμούς και τις μικρές καθημερινές προδοσίες.

Α.Κ.

 

Διακρίσεις

  • Υποψηφιότητα για τα Λογοτεχνικά Βραβεία του «Διαβάζω» 2010
  • Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2010

Αποσπάσματα κριτικών

Ελισάβετ Κοτζιά (Η Καθημερινή): (…) Συναρπαστικό το μυθιστόρημα της Βασιλικής Ηλιοπούλου «Σμιθ», υπό τον όρο πως ο αναγνώστης γνωρίζει τα συμφραζόμενα της εποχής στην οποία εκτυλίσσεται η ιστορία. Υπό την προϋπόθεση πως μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει μετεμφυλιοπολεμικό κλίμα αστυνομοκρατίας και οικογενειάρχης με αριστερό παρελθόν που προσπαθεί να ορθοποδήσει στη ζωή. Γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει να συλλάβει τις άπειρες υπαινικτικές αποχρώσεις του κειμένου, την πλήρη απουσία συγκεκριμένης κατηγορίας εναντίον του εγκαλουμένου, το ασύλληπτο βάρος των προληπτικών απειλών και την συντριπτική πίεση που αισθάνεται αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στο αίσθημα του τρόμου από τη μια, της αξιοπρέπειας και της ντροπής από την άλλη. (…) Όλα μοιάζουν αστεία και ταυτόχρονα εφιαλτικά, διασκεδαστικά και συγχρόνως τρομακτικά, γλυκά και αρκούντως πικρά, ανώδυνα και πολύ οδυνηρά. Κανένας δεν είναι ένοχος αλλά ούτε κι αθώος. (…) Όλα είναι πολύ συγκεκριμένα και απτά. Οι άνθρωποι εργάζονται, ξεκουράζονται, συναναστρέφονται μεταξύ τους, συζητάνε, διασκεδάζουν, παρατηρούν. Ο ρυθμός του κειμένου αποπνέει σταθερότητα και ασφάλεια. Παράλληλα όμως, όλοι οι χαρακτήρες μοιάζει να διαθέτουν ταυτόχρονα κι ένα βλέμμα που έχει την προδιάθεση να αντικρίζει την ποιητική υφή του κόσμου – τη Φύση, τα σύννεφα, τις σκιές. Όλοι διαθέτουν εξαιρετικά οξυμένες αισθήσεις, προσπαθούν διαρκώς να σταθμίσουν τις εσωτερικές διαθέσεις τους, ν’ αφουγκραστούν τις μεταπτώσεις του περιβάλλοντος, να διερευνήσουν τις προθέσεις των άλλων. Όλοι πατούν στέρεα στη γη, ταυτόχρονα όμως παλεύουν να διαπιστώσουν, ει δυνατόν, αυτό που συμβαίνει στη σφαίρα πέραν των αισθήσεων, στην αθέατη πλευρά του κόσμου.

Ελεάννα Βλαστού (Athens Voice): (…) Το καφκικό ξεκίνημα της αφήγησης προϊδεάζει τον αναγνώστη για τη συνέχεια. (…) Η συγγραφέας δεν ασχολείται με τα μεγάλα γεγονότα της περιόδου αλλά με τη μικρή, ιδιωτική ιστορία. (…) Δίνει το κλίμα, κατευθύνει με το ύφος, και κυρίως δεν επιβάλλει. Ηθελημένα και για πολλές σελίδες επιτυγχάνει την απροσδιοριστία. Ένα κλίμα φόβου με μορφή πέπλου καλύπτει όλες τις σελίδες, ο φόβος εκτός του ότι λεκτικοποιείται είναι και αβάσιμος γιατί κανένας δεν κατηγορείται ούτε είναι ένοχος για κάτι. Μικροί και μεγάλοι όμως έχουν κάτι να κρύψουν, από τη συνείδησή τους, από την οικογένειά τους, από τα όργανα της τάξης, από τους γείτονες που παρακολουθούν ακόμα και πίσω από κλειστά πατζούρια. Η συγγραφέας εστιάζει στο μικρόκοσμο της γειτονιάς και αναδεικνύει έτσι τη μεγάλη ιστορία, που είναι πάντα παρούσα αλλά στο φόντο.

Μικέλα Χαρτουλάρη (Τα Νέα): (…) Τι γίνεται λοιπόν με τις εκκρεμότητες που κουβαλάμε; Αυτό το ερώτημα απασχολεί τη Βασιλική Ηλιοπούλου σε όλο της το έργο, πεζογραφικό ή κινηματογραφικό. Και η θλιβερή της διαπίστωση εδώ, είναι: κάνουμε την πάπια. Ούτε τις αντιμετωπίζουμε ούτε τις αγνοούμε. Ούτε μνήμη ούτε λήθη αλλά ταρίχευση, όπως είπε κι ο Σταμάτης Φασουλής. Μια κατάσταση που την αποδίδει εξαιρετικά η γραφή της. Χωρίς ακροβασίες και πειραματισμούς, η Ηλιοπούλου καταφέρνει να φτιάξει μια ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη που δεν εκτονώνεται.
Με σφιχτοδεμένες σκηνές που εναλλάσσονται γρήγορα, με διαλόγους υπαινικτικούς που ανεβάζουν τη θερμοκρασία, με έναν σχολιασμό που προκύπτει όχι από θεωρητικές πλατφόρμες αλλά από τις περιγραφές του ντεκόρ, της γλώσσας του σώματος, της φωνής ή των φαντασιώσεων των ηρώων. Ο αναγνώστης «ακούει» τις ανολοκλήρωτες σκέψεις τους και τα αναπάντητα ερωτήματά τους, αντιλαμβάνεται τις αυταπάτες τους, και τους «βλέπει» να μη μπορούν να παρέμβουν στην πορεία των γεγονότων.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία): (…) Η Ηλιοπούλου εφαρμόζει μιαν αριστοτεχνική τεχνική απόκρυψης (για τους ενήλικες) και μισομπαλωμένου σκοταδιού (για τους μικρούς), φτιάχνοντας ένα θρίλερ της καθημερινότητας, με εκκρεμή κατάληξη και χωρίς κανένα βολικό στρογγύλεμα, σε μιαν Ελλάδα ρημαγμένη από την κρατική τρομοκρατία και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Δημήτρης Αθηνάκης (Η Αυγή): (…) Είναι αξιοσημείωτο το πώς αυτή η μεταφορά απ’ τον ρεαλιστικό κόσμο στον κόσμο του νου μπορεί και γίνεται χωρίς καμία αμηχανία, με μόνο μέλημα την αφήγηση που χτίζεται αργά, αποσκοπώντας στο αυτονόητο διακύβευμα, ανάμεσα στα άλλα, της τέχνης και της ζωής, που δεν είναι άλλο παρά η ταυτόχρονη παρουσία του ανθρώπου και της εποχής του στην πραγματική και τη φανταστική σφαίρα. (…) Η απλή, στα όρια της ποιητικής, γλώσσα της Ηλιοπούλου παραμένει και το σημαίνον στοιχείο που προφανώς παλεύει να αναφανεί ως γέννημα της παρουσίας των πρωταγωνιστών στο βιβλίο, στο χωροχρονικό τους πλαίσιο. Οι ατακάτες, σε πολλά σημεία, γλωσσικές επιλογές δεν αναιρούν την ήρεμη, αργή θα ’λεγε κανείς, αφήγηση. Άλλωστε, η συγγραφέας δίνει την εντύπωση πως τίποτα δεν μπορεί να επηρεάσει την εξέλιξη της ιστορίας προς ένα εσπευσμένο τέλος: η ζωή έχει τους χρόνους της, των οποίων η διασάλευση δεν εναπόκειται σε κανέναν απ’ τους ήρωες. (…) Στο μυθιστόρημα της Βασιλικής Ηλιοπούλου αυτό που, καταλήγοντας, απομένει στον αναγνώστη δεν είναι μόνον η ιστορία – αυτή ίσως παραμένει επιτυχώς μετέωρη. Αυτό που σκέφτεσαι ολοκληρώνοντας είναι το τεράστιο ερωτηματικό για τη ζωή (σου/μας) σήμερα. Στο εδώ και στο τώρα.

Γιώργος Περαντωνάκης (Περιοδικό «Διαβάζω»): (…) Η Ηλιοπούλου συγχέει σκόπιμα τα πράγματα, φτάνει την ιστορία μέχρι ενός σημείου κι εκεί, προδιαγεγραμμένα, ολοκληρώνει κάθε κεφάλαιό της, για να αφήσει ερωτηματικά και να διασπείρει πολύσημα νοήματα. Το παρελθόν, αυτό είναι το μόνο σίγουρο, καθορίζει το παρόν και εγκυμονεί ίσως κινδύνους για το μέλλον.

Βένα Γεωργακοπούλου (Ελευθεροτυπία): Στο «Σμιθ» δεν διαβάζεις λέξεις. Κυκλοφορείς το καλοκαίρι του 1956 στη γειτονιά που ζει με την οικογένειά του ο Θωμάς, νομοταγής υπάλληλος, αλλά με φάκελο στην Ασφάλεια. Τι γίνεται όταν το αριστερό παρελθόν του επιστρέψει απειλητικό; Και είναι τα δικά του μυστικά χειρότερα από των άλλων; Η Ηλιοπούλου προικίζει τον απελπισμένο, φοβισμένο κόσμο της με ανατροπές και χαραμάδες ζωής. Γιατί στα δρομάκια τρέχουν παιδιά, το ραδιόφωνο παίζει τάγνγκο και ο έρωτας δεν μπορεί να περιμένει.

Ιάκωβος Αποστολίδης (Αγγελιοφόρος): (…) Πολλές φορές η παγωμένη επιφάνεια μιας λίμνης δείχνει σταθερή και συμπαγής, αλλά θρυμματίζεται και καταρρέει με μια μικρή πίεση. Έτσι και στο συναρπαστικό μυθιστόρημα της Ηλιοπούλου η κανονικότητα της οικογενειακής ζωής των πρωταγωνιστών είναι εντελώς φαινομενική. Κάτω από τη λεπτή κρούστα της ήρεμης, καθημερινής ρουτίνας κρύβεται ένα ανήσυχο κι όχι τόσο μακρινό παρελθόν που αναζητά μια ρωγμή για να διεκδικήσει την έξοδό του ξανά στο φως.

Σάββας Σερέτης (Ο κόσμος του Επενδυτή): (…) Μυθιστόρημα στιβαρό και συνάμα τρυφερό. Γραμμένο θαρρείς όχι μόνο με λέξεις μα και με φως σκληρό της αντηλιάς, κόμπους ιδρώτα, αμήχανες σιωπές, ένοχες επιθυμίες, ρίγος το0υ φόβου, οσμές, εικόνες, ήχους, θρύψαλα χρόνου…

Χρίστος Παπαγεωργίου (Περιοδικό «Ένεκεν»): (…) Αποφεύγοντας η Ηλιοπούλου τις άνευ ουσίας φιλοσοφικές διεργασίες, τα ατέρμονα τερτίπια μιας μυθοπλασίας κρυφών συνειρμών και την ιδεολογική πιπίλα που πολλοί σύγχρονοι αναμασάνε, ρίχνει το βάρος στις εικόνες, στο χρώμα, στις πινελιές, στην εξωστρέφεια των ανθρώπων αυτής της αθηναϊκής συνοικίας. Φυσικά, επιστρατεύοντας πρώτα τη φαντασία της και στη συνέχεια την παρατηρητικότητά της, την κοφτή ματιά της, την οπτική γωνία στη θέαση των γεγονότων, τέλος το πολύτιμο ταλέντο της που δεν το σπαταλά – το αντίθετο, αξιοποιεί.

 

επόμενο βιβλίο