Το τέρας στο μετρό

Το τέρας στο μετρό

 

Το τέρας στο μετρό Βασιλική Ηλιοπούλου

 

Το βιβλίο της Ηλιοπούλου µιλά για τέρατα, παρόλο που δεν ανήκει στις ιστορίες τρόµου. Τα τέρατά της είναι πλάσµατα που κατοικούν µέσα µας τιθασευµένα, αλλά, όταν η τάξη της καθηµερινότητας διασαλεύεται, αναδύονται και σέρνουν τον χορό. Μιλά ακόµα για τη διαφορετικότητα στην όψη ή τη συµπεριφορά του Άλλου ανθρώπου που ταράζει και ωθεί στη διαδικασία τερατοποίησής του. Έτσι που η αναπόφευκτη εµµονή στην εχθρότητα µετατρέπει σε τέρας και τον εχθρό του “τέρατος”. Το γράψιμό της, συχνά οδηγούμενο από υπαινικτικό χιούμορ, κινείται με άνεση στην κόψη του ξυραφιού, χωρίς σε καμία στιγμή να γλιστρά στο κενό της ασάφειας. Αφήνει, όμως, περιθώρια στον αναγνώστη να κρατήσει τη δική του εκδοχή.

Φαίδων Χατζηδημητρίου

 

Διακρίσεις

  • Υποψηφιότητα για τα Λογοτεχνικά βραβεία Αναγνώστη 2018

Αποσπάσματα κριτικών

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (Το Βήμα): (…) Τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνουν τώρα διάφορα τέρατα της καθημερινής ζωής: πρόσωπα και μορφές που ξεπροβάλλουν μέσα από ένα ανύποπτο σκοτάδι ή που κατευθύνουν τα βήματά τους σε απλησίαστα σημεία της ύπαρξης ενόσω παλεύουν με τα φαντάσματα άλλοτε του παρελθόντος κι άλλοτε του παρόντος. (…) Κάπως έτσι διαγράφεται η σκοτεινή ανθρωπογεωγραφία της Ηλιοπούλου που πάντως παραμένει λεκτικά απέριττη και εξαιρετικά χαμηλόφωνη. Η αφήγηση σε όλα τα διηγήματα της συλλογής αποδεικνύεται αντιδραματική και αποστασιοποημένη, ενώ συχνά δεν λείπουν από τις αποστροφές της το χιούμορ και η λεπτή ειρωνεία. Πολλά κομμάτια διαθέτουν επίσης έντονη ίντριγκα όπου το σασπένς και το Κακό φωλιάζουν σε υποφωτισμένες ή επιδέξια καμουφλαρισμένες γωνίες, γεννώντας έναν σταθερά δυσοίωνο κόσμο. Το κυριότερο ωστόσο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι άλλο: η αλληλοτροφοδοσία των τερατόμορφων ηρώων του που εναλλάσσονται ανατριχιαστικά στον ρόλο του θύματος και του θύτη. Ο θύτης είναι αδυσώπητος με τα θύματά του, αλλά και τα θύματα αντιμετωπίζουν με σκαιό τρόπο τον θύτη όταν έρχεται η ώρα να καταλάβουν τη θέση του. Κανείς εν προκειμένω δεν μπορεί να δηλώσει ένοχος ή αθώος, καμιά εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων επιλογή και απόφαση δεν μπορεί να επιμερίσει ευθύνες και να κατανείμει ηθικές προτεραιότητες. Οι πάντες είναι το ίδιο υπεύθυνοι ή τους προφέρεται η δυνατότητα να επικαλεστούν το ίδιο τεκμήριο αθωότητας. Σχετικισμός και αμοραλισμός; Όχι. Το μόνο που θέλει η συγγραφέας είναι να δείξει πως δεν υπάρχει βασιλική οδός για την έξοδο από τον κύκλο της ατομικής κόλασης. Και την εγγύηση για κάτι τέτοιο δίνουν αφενός η αφηγηματική της ευστροφία και αφετέρου η υποβλητική σκηνοθεσία των προσώπων της.

Λίνα Πανταλέων (Η Καθημερινή): (…) Τα τέρατα της Ηλιοπούλου ζουν στο ημίφως, αλλά και στους δρόμους της πόλης. Σπαράζουν σε σφαλιστά δωμάτια, προφυλάσσοντας από ανύποπτα βλέμματα την τερατώδη όψη τους, συντροφεύουν στο μετρό θυμωμένα κορίτσια, ουρλιάζουν μέσα στο κεφάλι των πιο απεγνωσμένων· άλλα, πάλι, μακιγιάρουν επιμελώς και εντελώς ανεπιτυχώς το αποτρόπαιο προσωπείο τους, ενώ άλλα παραμονεύουν σαν ένα είδος νέμεσης τους αδίκους ή εφορμούν με μανία ενάντια σε επινοημένους εχθρούς, ξοδεύοντας τα ύστατα απομεινάρια της ανθρωπιάς τους σε ανέκκλητες, τελεσίδικες χειρονομίες. (…) Με πολύ απλή γραφή, που δεν αγωνιά να αναδειχθεί, ψάχνει στις αφώτιστες, απωθημένες γωνιές τού κάθε ψυχισμού τις κρυψώνες του τέρατος· του τέρατος μέσα μας, που άλλοτε βρυχάται και άλλοτε σιγοψιθυρίζει μια μελωδία, η οποία για λίγο καταπαύει το πυρ το εσώτερον.

Γιώργος Περαντωνάκης (bookpress.gr): (…) Τελικά πίσω από την ανάλαφρη γραφή της Βασιλικής Ηλιοπούλου, η οποία έχει δώσει πολύ πιο σκληρά κείμενα, δεν κρύβεται μια γαλήνια κοινωνική ζωή. Τα δεκαεφτά διηγήματα μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες, παρόλο που δείγματα της καθεμιάς εναλλάσσονται με αυτά της άλλης. Από τη μια, είναι οι ιστορίες που εστιάζουν σε κρυμμένα τέρατα, που, όταν οι συνθήκες γίνουν σκληρές, ξυπνάνε μέσα στον άνθρωπο και τον κάνουν να επιτεθεί στους άλλους. Από την άλλη, κείμενα με ευαισθησίες, με κοινωνικά θέματα, με την ανθρωπιά να προελαύνει στην καθημερινότητα. (…) Το πλέγμα των σχέσεων που διαμορφώνει η Βασιλική Ηλιοπούλου, αν συνεξετάσουμε όλα τα διηγήματα, αφήνουν (σκόπιμα) μετέωρα νήματα, που μπορούν να ερμηνευτούν ποικιλοτρόπως. Αυτή η γκρίζα ζώνη, η οποία κάνει λ.χ. τη Λίρι στο «Κοριτσάκι» να επιστρέφει και να συμπαρίσταται στην ετοιμοθάνατη γριά, που φρόντιζε, ενώ είχε αποφασίσει να την εγκαταλείψει, δεν φαίνεται αν προέκυψε από φιλάνθρωπη στάση, από τύψεις ή από αναμνήσεις οι οποίες επέδρασαν την κατάλληλη στιγμή καθοριστικά, χωρίς να αποκλείεται μια άλλη εσωτερική διεργασία. Έτσι, πολλές αντιδράσεις των ηρώων κινούνται στο όριο του αλτρουισμού αλλά και της ιδιοτέλειας, της κοινωνικότητας και της εκδίκησης, της απλής συναναστροφής ή της εγωιστικής επιβίωσης. Το εκκρεμές της συμπεριφοράς μετακινείται ταχύτατα, ανάλογα με τον άνεμο των συνθηκών, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Τελικά, η συλλογή γράφεται με κόντρα ύφος, όχι από αδυναμία να προσεγγιστούν οι απηνείς επιλογές των χαρακτήρων, αλλά μάλλον από διάθεση να δοθεί με πιο ανάλαφρο τόνο το σκληρό περικάρπιο των ανθρώπινων κινήτρων. Διαβάζεις μια καθημερινή ιστορία, με ανθρώπους της διπλανής πόρτας, αλλά συνάμα αναγνωρίζεις τις αντιδράσεις τους, έξω από την ευγένεια της συμβίωσης, την ανοχή της αδιαφορίας και την ψυχραιμία που συνήθως προσπερνά τις απειλητικές κινήσεις των άλλων.

Χριστίνα Λιναρδάκη (literature.gr): (….) Θύτες και θύματα αλλάζουν μεταξύ τους ρόλους με καταιγιστικούς, συχνά απροσδόκητους, ρυθμούς στις ιστορίες και ο θάνατος αναδεικνύεται αρκετές φορές ως η μόνη επιλογή και η μόνη πιθανή κατάληξη των διηγημάτων. Παρότι φοράει τον μανδύα της δικαιοσύνης, είναι τελεσίδικος και δεν αφήνει περιθώρια μεταμέλειας ή ανάταξης, τελικά επομένως είναι άδικος. Η συχνή προσφυγή σε αυτόν κάνει τον αναγνώστη να αναρωτιέται πόσο εύκολο είναι τελικά για έναν κανονικό, καθημερινό άνθρωπο να αφαιρέσει μια ανθρώπινη ζωή – και όχι επειδή απειλείται η δική του. Πολύ εύκολο, όπως ισχυρίζεται η Ηλιοπούλου, η οποία παρ’ όλα αυτά καταφέρνει και υιοθετεί τον sotto voce τόνο του πλήρως αποστασιοποιημένου αφηγητή στις ιστορίες της, από τις οποίες δεν λείπουν στοιχεία χιούμορ ή και ανεπαίσθητης ειρωνείας. Συνολικά, το βιβλίο αναδεικνύει το λεπτό όριο ανάμεσα στον άνθρωπο και το τέρας, ανάμεσα στην ομαλότητα και την ανωμαλία, ανάμεσα σε αυτό που καθιστά τη ζωή κανονική και εκείνο που την καθιστά ακραία. Το πώς διασχίζει κάποιος το όριο και βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά είναι αποτέλεσμα των συνθηκών, κάποτε και των περιστάσεων. Το στοιχείο που τον ωθεί, ωστόσο, βρίσκεται μέσα του: είτε πρόκειται για το περιεχόμενο της ψυχής του είτε για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το δίκαιο και το σωστό, αυτό καθορίζει τις πράξεις και τις επιλογές του. Που πολλές φορές είναι αμετάκλητες και τον καθορίζουν. Δυστυχώς.

Πόπη Φιρτινίδου (faretra.info): (…)Στα διηγήματα δεν υπάρχει θεματική σταθερά. Κανένας από τους ήρωες δεν είναι βουλευτής, μεγαλογιατρός, εργοστασιάρχης, διάσημος δημοσιογράφος, αθλητής ή σταρ. Αντίθετα, όλοι είναι αυτό που επιπόλαια ονομάζουμε για ευκολία «ανώνυμοι», γεγονός που καθιστά ακόμα πιο επιδραστικό αυτό το ξεχωριστά δυνατό βιβλίο. Η συγγραφέας δεν αθωώνει κανέναν, και δεν αποκλείει κανέναν από το χειρουργικό νυστέρι με το οποίο ανατέμνει άτομα, συμπεριφορές και σχέσεις και μας σπρώχνει άλλοτε ηδονικά και άλλοτε φοβισμένα να αναζητήσουμε στα διηγήματά της τους οικείους μας ή τον βαθύτερο εαυτό μας. (…)Το υπερφυσικό στοιχείο εμφανίζεται σε δύο μόνο από τα διηγήματα: το πρώτο και το τελευταίο. Στο πρώτο ένα τέρας, αόρατο σε όλους εκτός από την ηρωίδα, μιαν ανήλικη μικροκλέφτρα, φέρει σε πέρας την θανατική καταδίκη ενός ανθρώπου που αποπειράθηκε να την βιάσει. Σημαιοφόρος στο βιβλίο, η ιστορία αυτή δίνει αμέσως και ευθύβολα το σκοτεινό στίγμα των όσων θα ακολουθήσουν. Στο τελευταίο, όμως, κείμενο όλα αλλάζουν: τα όργανα μιας μπάντας παίζουν μόνα τους, αόρατα, έναν ύμνο στη φιλία, στην επιστροφή, στην κατάφαση.

Κλείνουμε το βιβλίο νιώθοντας πως μόλις μας συνέβη κάτι πολύ σημαντικό.

 

επόμενο βιβλίο