Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Η θερινή διηγηματογραφική παράδοση του Ανοιχτού Βιβλίου συνεχίζει απρόσκοπτα, για ένατη συνεχή χρονιά, με ιστορίες που γράφουν αποκλειστικά για τους αναγνώστες της «Εφ.Συν.» συγγραφείς μιας ανοιχτής τεχνοτροπικής και ηλικιακής βεντάλιας.
Αυτό το καλοκαίρι, δώδεκα συγγραφείς επιλέγουν ισάριθμους λογοτεχνικούς ήρωες (ελληνικής ή ξένης πεζογραφίας) για να περάσουν μαζί τις διακοπές τους – εντός ή εκτός συνόρων. Ενα πρωτότυπο διήγημα, με παιγνιώδη διακειμενική διάθεση (και όχι μόνο), όπου οι «παραθεριστές» ταξιδεύουν στον χώρο και στον χρόνο και μας μεταδίδουν εικόνες και σκέψεις από «διακοπές» περιπετειώδεις, διασκεδαστικές, απρόσμενες, θυελλώδεις, στοχαστικές, αμφίθυμες, ειρωνικές.
Διακοπές με έναν ήρωα λοιπόν, καθώς το βιβλιοφιλικό μας ένθετο μεριμνά, εκτός από βιβλιογραφική ενημέρωση και κριτική πυξίδα, και για λογοτεχνική απόλαυση.
Μετά τον Νικήτα Σινιόσογλου, συνεχίζει η Βασιλική Ηλιοπούλου.
Δεν ήταν στα σχέδιά μου να πάω στη θάλασσα με τον Φράνσις Μάριον Ταργουότερ. Απλώς εκείνο το μεσημέρι βρέθηκε στον δρόμο μου.
Γεννημένος τη στιγμή του θανάτου της μητέρας του, και απομονωμένος για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια στην καρδιά του δάσους, στην ερημιά, από τον αυτόκλητο προφήτη θείο του, προοριζόταν να τον διαδεχτεί μετά τον θάνατό του στο προφητικό αξίωμα, αφού πρώτα έπαιρνε τη δική του κλήση από τον Κύριο.
Το αγόρι στεκόταν στην άκρη του δρόμου, με τα χέρια στις τσέπες της ξεθωριασμένης φόρμας, και με το σταχτί, βρόμικο καπέλο του κατεβασμένο μέχρι τα μάτια. Δεν έκανε κανένα νόημα στα αυτοκίνητα που περνούσαν, δεν τα κοιτούσε καν.
Σταμάτησα και του άνοιξα. Μπήκε χωρίς μιλιά. Μύριζε φωτιά. Ηξερα ότι αντί να θάψει τον γέρο, όπως του είχε υποσχεθεί, τον έκαψε, μαζί με το σπίτι.
«Βάλε ζώνη» του είπα.
Υπάκουσε σιωπηλός και ανέκφραστος.
Οδήγησα για καμιά ώρα, κι εκείνος δίπλα μου δεν είχε ξεστομίσει ούτε μια λέξη.
«Φράνσις Μάριον Ταργουότερ, άλλη μία ώρα και θα δεις τη θάλασσα», είπα.
Το αγόρι σαν να μην άκουσε, κοιτούσε τον δρόμο.
«Δεν ανυπομονείς;»
«Δεν μ’ ενδιαφέρει η θάλασσα» μουρμούρισε κι έχωσε το καπέλο του πιο βαθιά.
«Πώς το ξέρεις; Δεν την έχεις δει ποτέ».
«Δεν μου χρειάζεται να τη δω».
Αναρωτήθηκα μήπως πεινούσε ή διψούσε ή κατουριόταν και ντρεπόταν να το πει.
«Θα κάνουμε μια στάση για προμήθειες» είπα.
Μου έριξε ένα γρήγορο βλέμμα. Ενα απαλό χνούδι μόλις που χρύσιζε πάνω από τα χείλη του. Θα ’θελα να μπορούσα να τον χαϊδέψω, χωρίς να τον τρομάξω.
Ηξερα πως ο γέρος τού είχε πει πως όλες οι γυναίκες είναι πόρνες. Και πως ο Κύριος τον είχε σώσει από τη μήτρα μιας πόρνης, λίγο πριν εκείνη πεθάνει σ’ ένα δυστύχημα.
«Καμιά φορά οι γέροι λένε τρελά πράματα» είπα, κι αμέσως μετάνιωσα. Εκείνος συνέχισε να κοιτά τον δρόμο.
Σκέφτηκα πως τα χάμπουργκερ αρέσουν στους δεκατετράχρονους. Πήρα και αναψυκτικά. Η γυναίκα που με εξυπηρέτησε κοίταξε πίσω μου και είπε:
«Κυρία, ένας αλητάκος βγήκε απ’ την τουαλέτα και μπήκε τώρα δα στο αμάξι σας».
«Είμαστε μαζί» της είπα.
Είδα στο βλέμμα της έκπληξη και θυμό σαν να την είχα προσβάλει.Το αυτοκίνητο μύριζε σαπούνι. Τουλάχιστον έπλυνε τα χέρια του, σκέφτηκα.
Πήρε το χάμπουργκερ που του έδωσα και το κοίταξε. Οσο έτρωγα το δικό μου, δεν είχε φάει ούτε μπουκιά.
«Δεν πεινάς;» ρώτησα.
«Πεινάω» είπε σιγά, κοιτώντας το.
«Θες να πας να πάρεις κάτι άλλο;»
Δεν απάντησε. Σκέφτηκα ότι μπορεί και να έτρωγε αν σταματούσα να τον παρατηρώ, και ξεκίνησα.
Κοιτούσε συνεχώς έξω από το παράθυρο, κρατώντας το χάμπουργκερ πάνω στα γόνατά του, άθιχτο. Κοιτούσε επισταμένα, σαν κάτι να έψαχνε.
«Ψάχνεις κάτι;» τον ρώτησα.
Δεν πήρα απάντηση.
«Μπορώ να σε βοηθήσω με τον χάρτη».
«Δεν έχω ανάγκη τη βοήθειά σου» είπε, και ξαφνικά τινάχτηκε.
Κοίταξα εκεί που κοιτούσε χλομός, και είδα κάτι ν’ αστραποβολά στο φως του ήλιου.
«Κάποιος πέταξε ένα τζάμι» είπα. «Ετσι ανάβουν οι φωτιές. Το τζάμι λειτουργεί σαν φακός και…»
«Ξέρω» είπε.
Εκανε πίσω και μου φάνηκε κουρασμένος.
Ηθελα να του πω «Κοιμήσου, αγοράκι μου. Αν δω κανένα σημάδι, καμιά βάτο να φλέγεται, θα σε ξυπνήσω». Αλλά είπα μόνο: «Θα ’πρεπε να κάνεις παρέα με παιδιά της ηλικίας σου. Να πηγαίνεις σχολείο…»
Κατάλαβα πως δεν με άκουγε. Εψαξα να βρω έναν τρόπο να τον πλησιάσω.
«Κοίτα», του είπα. «Μπορεί για μένα όλα αυτά για τις προφητείες και τα λοιπά να μη…, αλλά σχετικά με το καθυστερημένο παιδί που βάφτισες στη λίμνη…»
«Δεν το βάφτισα. Το έπνιξα» είπε. «Δεν είμαι προφήτης για να βαφτίζω. Δεν με κάλεσε κανένας».
«Ηθελα μόνο να σου πω πως κατά τη γνώμη μου, αυτά τα παιδιά… αν υπάρχει Θεός, τίποτα δεν τα χωρίζει από αυτόν».
Εκανε κάτι σαν πνιγμένο γέλιο κι όταν γύρισα και τον είδα, ένας μορφασμός είχε παραμορφώσει το πρόσωπό του.
«Και τι ξέρεις εσύ;» είπε με φωνή αλλαγμένη.
«Τίποτα» είπα και το εννοούσα.
Τον ξύπνησα όταν φτάσαμε πάνω από τη θάλασσα.
«Βγες να δεις».
Σύρθηκε έξω μισοκοιμισμένος και μετά την είδε.
Εκανε πίσω σαν να τον χτύπησε κάτι κατάστηθα.
Η απέραντη επιφάνεια του νερού στραφτάλιζε στον ήλιο, μέχρι πέρα μακριά, τον ορίζοντα. Αραγε βαφτίστηκε ποτέ κανείς στη θάλασσα;
Εβγαλε μια φωνή κι άρχισε να κατεβαίνει το μονοπάτι με βήμα μεθυσμένου. Ετρεξα πίσω του.
Μπήκε με τα παπούτσια στο νερό, μέχρι τις γάμπες, κι άνοιξε διάπλατα τα χέρια.
«Πάω να φέρω τα πράγματα» είπα και ξανανέβηκα.
Ψάχνοντας στο αυτοκίνητο, σκέφτηκα ότι με την πρώτη ευκαιρία θα του αγόραζα ρούχα. Ενα απαλό, λευκό πουκάμισο, για να τυλίξω το ορφανό, το πονεμένο, το στερημένο, το βιασμένο παιδί που το προόριζαν για προφήτη.
Φορτωμένη, κατέβαινα το μονοπάτι και σκεφτόμουνα ότι θα μπορούσα ακόμα και να τον υιοθετήσω. Γιατί όχι;
Δεν ήταν εκεί.
Κοίταξα γύρω, φώναξα το όνομά του. Αφαντος.
Κοίταξα τη θάλασσα.
Δεν είδα παρά την απέραντη επιφάνεια του νερού που στραφτάλιζε στον ήλιο, μέχρι πέρα μακριά, τον ορίζοντα.
Τελευταίο βιβλίο της Β. Ηλιοπούλου είναι «Το τέρας στο μετρό» (Πατάκης, 2017).
Το διήγημά της αναφέρεται στον Φράνσις Μάριον Ταργουότερ από το μυθιστόρημα της Φλάνερι Ο’ Κόνορ «Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (μτφρ. Αλ. Κοτζιάς, Αντίποδες, 2016).
πηγή: efsyn.gr