Φεντερίκο Φελλίνι και «Ντόλτσε Βίτα», και πριν σβήσουν καλά καλά οι τίτλοι τέλους για ν’ ανάψουν τα φώτα, ήμουνα σίγουρη πως ο σκοπός της ζωής μου ήταν ένας και μόνο: να «κάνω σινεμά». Βρέθηκα στο πρώτο έτος της σχολής Σταυράκου, με άλλους ακόμα 49 Μπέργκμαν, σύνολο μαζί με μένα: 50. Τα μαθήματα ήταν κυρίως θεωρητικά, μια που δεν υπήρχαν κάμερες και μουβιόλες παρά μόνο σε φωτογραφίες, όμως είχαμε την ευκαιρία ν’ ακούσουμε σπουδαίους δασκάλους. Ερωτεύτηκα αμέσως τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο –πράγμα που του ομολόγησα μετά από 20 χρόνια – και θα ερωτευόμουν σίγουρα και τον Βασίλη Ραφαηλίδη, αν δεν με προλάβαινε η Ασφάλεια που τον συνέλαβε για αντιστασιακή δράση κατά της χούντας. Ο Ραφαηλίδης ωστόσο πρόλαβε να μας κάνει 3-4 μαθήματα. Η πρώτη του εμφάνιση στην αίθουσα έκανε αίσθηση. Μπήκε, κάθισε στην έδρα, μας κοίταξε για λίγο σιωπηλός και μετά μας ενημέρωσε ότι ζήτημα ήταν αν από τους 50 που ήμασταν εκεί μέσα, θα ασχολούνταν τελικά με το σινεμά ένας ή δύο το πολύ. Λατρέψαμε το μπλαζέ του ύφος, κι ο καθένας μας ξεχωριστά υπολόγισε με σιγουριά τον εαυτό του ως έναν εκ των δύο εκείνων αυριανών δημιουργών.
Από το ’70 μέχρι το ’72 μέσα από μικρές κινηματογραφικές ομάδες, ζούμε την αυταπάτη ότι μπορούμε ν’ αλλάξουμε τα πάντα με όπλο την κάμερα (8 mm, με τα πομπινάκια να μας τρώνε όλο το χαρτζιλίκι που βγάζουμε από δουλειές του ποδαριού, άσχετες με την ΤΕΧΝΗ). Πολλή συζήτηση, πολύς καπνός, πολλά σχέδια. Πιστεύουμε αυτά που λέμε, και τέλος μας πιστεύει και η Ασφάλεια και μας μαζεύει μια αυγούλα έναν έναν από τα σπίτια μας για να μας τραβήξει λίγο το αυτί. Θρίαμβος.
Το 1972 το περιοδικό ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ προκηρύσσει διαγωνισμό σεναρίου, με σκοπό να χρηματοδοτήσει 10 μικρού μήκους ταινίες. Μ’ αυτόν τον τρόπο κάνω την πρώτη μου ταινία με τίτλο «Μικρή περιγραφή της επιστροφής του». (Τίτλος φοβερός, απ’ αυτούς που σε κάνουν ν’ αναρωτιέσαι πώς του ’ρθε του άλλου και τον σκέφτηκε, και παρ’ όλ’ αυτά, δύο χρόνια μετά, βγάζει κάποιος ένα βιβλίο με τον ίδιο ακριβώς τίτλο!!!! Πιο πολύ γέλασα, παρά θύμωσα). Η ταινία προβάλλεται στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το 1972, στη συνέχεια όμως, καθώς αφηγείται –παρότι υπαινικτικά– τις πρώτες ώρες «ελευθερίας» ενός πολιτικού κρατούμενου μετά την αποφυλάκισή του, κόβεται από τη λογοκρισία και δεν βγαίνει στις αίθουσες.
Το 1977 κάνω τη δεύτερη μικρού μήκους ταινία «Ο τραγικός θάνατος του παππού». Η ταινία παίρνει το Α΄ βραβείο ταινιών μικρού μήκους στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το ’77, προβάλλεται σε πολλούς κινηματογράφους στην Αθήνα και στην επαρχία, και συμμετέχει στο διεθνές φεστιβάλ του Μανχάιμ το ’78, όπου και μου χαρίζει το πρώτο μου FIPRESCI. Είχα την ευτυχία να δω την κόπια να παλιώνει.
Μέχρι την επόμενή μου ταινία, το 1988, δουλεύω στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Δεν είμαι πια μόνη, έχω ένα παιδί και οι προτεραιότητες μου έχουν αλλάξει. «Παρασκήνιο», «ΕΡΤ στη βόρεια Ελλάδα», «Γυναικεία πορτραίτα», και μια τηλεταινία: «Από πολύ κοντά». Αλλά και παιδικές εκπομπές. Μία απ’ αυτές, η «Ταρζάν καλεί Ελενίτσα», όπου παιδιά παίζοντας αναπαριστούν σκηνές που επιλέγουν από τα αγαπημένα τους σίριαλ, όπως: «Οι περιπέτειες του Ταρζάν», «Ντιουκς», αλλά και «Δυναστεία», «Τόλμη και γοητεία», κλπ., προκαλεί έντονες διαμαρτυρίες. Το τελευταίο επεισόδιο προβάλλεται μετά το μεταμεσονύκτιο δελτίο ειδήσεων και πριν από μια συζήτηση, όπου συμμετέχουν εκπρόσωποι της Ανωτάτης Συνομοσπονδίας Γονέων Μαθητών Ελλάδας, του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, και άλλων φορέων. Οι συντελεστές της σειράς δεν έχουμε προσκληθεί.
Καταδικαζόμαστε ερήμην. Ακολουθεί και η κατ’ αρχήν απαγόρευση του επεισοδίου «Εποχή κυνηγιού» από την εκπομπή «Γυναικεία πορτραίτα», με την αιτιολογία ότι «…το θέμα κρίθηκε ακατάλληλο για το τηλεοπτικό κοινό και θα δημιουργήσει αντιδράσεις με τις τολμηρές εικόνες και απόψεις του». Αποτέλεσμα 1: Μπαίνω στη μαύρη λίστα κι αργώ να ξαναπάρω δουλειά από την ΕΡΤ. Αποτέλεσμα 2: Πουλάω ένα διαμέρισμα για να τα βγάλουμε πέρα.
Από την πορεία μου στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο ξεχωρίζω κάποιους σταθμούς. Στο ραδιόφωνο: «Διονυσίου Σολωμού Η Γυναίκα Της Ζάκυνθος» για το Τρίτο πρόγραμμα, με τη Δέσπω Διαμαντίδου και τον Αλέκο Πέτσο, και για το Τέταρτο πρόγραμμα «Τα Τζιτζίκια», με τα τρομερά εννιάχρονα Σέργιο Κομπόγιωργα και Όλια Ντράζαν, ν’ ανταλλάσσουν απόψεις για τα πάντα. Και από τα τηλεοπτικά ξεχωρίζω: «Εποχή κυνηγιού» (Γυναικεία Πορτραίτα), «Βόλος – Κερασία» (Μπερλίνα, άκου τι λένε τα παιδιά), «Ο μετανάστης που δεν γνωρίζουμε», και «Ιστορίες βατσιμάνηδων» (Παρασκήνιο).
«Το πέρασμα» γυρίστηκε το 1989 και προβλήθηκε το 1990 στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία, γυρίσματα σε τοπία καμένα απ’ τον ήλιο την ημέρα, και γυρίσματα νυχτερινά στην Εθνική Οδό, τη Μάντρα, την Ελευσίνα και το Κερατσίνι. Υπέροχη εμπειρία. Κερδίζει 8 Κρατικά Βραβεία, καθώς και το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το ’90.
«Με μια κραυγή», 1995, δεύτερη μεγάλου μήκους και τελευταία (μάλλον, ποτέ μη λες ποτέ) ταινία μου. Μου χαρίζει το δεύτερό μου FIPRESCI, καθώς και ταξίδια σε ξένα φεστιβάλ, δηλαδή σε ξένες χώρες. Τι καλύτερο απ’ αυτό;
Το 1999 οι προτεραιότητες στη ζωή μου αλλάζουν για άλλη μια φορά. Δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για κινηματογράφο και τηλεόραση. Αρχίζω να γράφω. Το 2000 κυκλοφορεί το πρώτο μου βιβλίο «Η Λιούμπα και άλλα αρώματα» από τις εκδόσεις Εστία. Μ’ αρέσει και συνεχίζω. Από τις εκδόσεις Πόλις βγαίνει «Η καρδιά του λαγού» και το «Σμιθ», (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2010), και από τις εκδόσεις Πατάκης «Η άσκηση του Ροτ» και «Το τέρας στο μετρό». Τέλος, το 2023 κυκλοφορεί «Το Αθώο» από τις εκδόσεις «Πόλις».
Αυτά. Μέχρι στιγμής.
(Γεννήθηκα στην Κοζάνη, τον Ιούνιο του 1948.)